1 κολοβοω
(τοὺς ἀνθρώπους Polyb.)
(τέν ῥῖνα Diod.)
(κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι NT.)
Древнегреческо-русский словарь > κολοβοω